λειψιφωτώ

λειψιφωτώ
λειψιφωτῶ, -έω (Α, Μ λειψοφωτῶ) [λειψίφωτος]
έχω λίγο, αμυδρό, ελαττωμένο φως, επισκοτίζομαι, σβήνομαι, στερούμαι φωτισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”